- στασιαστικούς
- στασιαστικόςseditiousmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στασιαστικός — ή, ό / στασιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [στασιάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική συγκέντρωση» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», Πλάτ. γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», Πλούτ.).… … Dictionary of Greek
στασιαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη στάση: Ξεσήκωσε πολλούς με στασιαστικούς λόγους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)